- απορριγώ
- ἀπορριγῶ (-έω κ. -όω) (Α)1. έχω ρίγος, τρέμω2. (-έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω3. (-όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + ριγώ (-έω κ. -όω) < ρίγος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.